… Πόση άγνοια και παραφροσύνη και σκοτισμός! Δεν τρέμετε, δεν φοβάσθε; Διότι θα καταδικασθείτε από τα λόγια σας και οι δύο από τον δίκαιο και απροσωπόληπτο Κριτή. Διότι σ’ αυτούς που λένε ότι οι άγιοι δεν βλέπουν ούτε γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά ότι βλέπουν μόνο Εκείνον, με όλες τις αισθήσεις τους, με το να είναι ενωμένοι ολόκληροι με ολόκληρο τάχα εκείνον, θα μιλήσει κάπως και θα πει: «Με γνωρίσατε, άνθρωποί μου; Είδατε το φως μου; Με δεχθήκατε μέσα σας; Μάθατε τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματός μου με την ίδια την πείρα σας ή όχι;» Αυτοί δεν θα τολμήσουν, νομίζω, να απαντήσουν και να πουν: «Ναι, Δέσποτα». Διότι, αν πουν αυτό, θα τους απαντήσει εκείνος: «Πώς λοιπόν, αν γνωρίσατε με την πείρα σας αυτά, λέτε ότι αυτοί που πρόκειται να έχουν εμένα μέσα τους δεν θα γνωρίζονται μεταξύ τους; Εγώ είμαι Θεός αψευδής, Θεός αληθινός, Θεός άγιος, που κατοικώ μέσα στους αγίους. Πώς λοιπόν κατοικώ μέσα σ’ αυτούς; Όπως ακριβώς είπα ότι εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα, έτσι και οι άγιοι είναι μέσα σ’ εμένα και εγώ μέσα σ’ αυτούς˙ και όπως ακριβώς ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα και εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα μου,1 έτσι και εγώ θα κατοικώ μέσα σε όλους τους αγίους και όλοι οι άγιοι θα κατοικήσουν μέσα σ’ εμένα». Προσθέτοντας μάλιστα θα πει και αυτά: «Αν λοιπόν εγώ είμαι μέσα στους αγίους μου και οι άγιοί μου είναι μέσα σ’ εμένα, αν εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα μου και ο Πατέρας μου είναι μέσα σ’ εμένα˙ και αν, όπως με γνωρίζει ο Πατέρας, γνωρίζω και εγώ τον Πατέρα,2 είναι ολοφάνερο ότι και οι άγιοι γνωρίζουν εμένα και εγώ γνωρίζω τους αγίους, αλλά και οι άγιοι πρέπει κατά τον ίδιο τρόπο να γνωρίζονται μεταξύ τους και να αναγνωρίζονται». Και για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ώστε να είναι φανερό και στους αναίσθητους, πρέπει να προσθέσω και να πω άλλη μια φορά: μέσα σε όλους τους αγίους θα κατοικεί ο Χριστός.
Όταν λοιπόν θα ανοιχθούν διάπλατα τα βιβλία της συνείδησης του καθενός, θα βρεθεί στις καρδιές των αμαρτωλών και στις συνειδήσεις τους, αν όχι κάτι άλλο, οπωσδήποτε υπερηφάνεια ή κενοδοξία ή αίρεση ή ζήλεια ή φθόνος, ή και κάτι παρόμοιο˙ αν πάλι δεν θα βρεθούν αυτά, τότε θα βρεθεί αμέλεια, ραθυμία και το να μην κάνουν αυτοί με όλη τους τη δύναμη τις εντολές του Θεού, από όπου και προκύπτει ότι θα υπάρχει έλλειψη της αγάπης του. Γι’ αυτό λοιπόν θα σκοτισθούν τα μάτια τους, ώστε να μη βλέπουν, και θα αισθανθούν ντροπή και θα ακούσουν να τους λέει: «Εφόσον δεν κάνατε κάποια από τις πολύ μικρές εντολές μου, αλλά τις καταφρονήσατε, δεν κάνατε το θέλημά μου. Απομακρυνθείτε από μένα την αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και τους αγγέλους του».3 Όταν όμως θα ανοιχθούν τα βιβλία της συνείδησης των αγίων – πρόσεξε! -, θα λάμψει τότε ο τώρα κρυμμένος μέσα σ’ αυτούς Χριστός ο Θεός, όπως έλαμψε προαιώνια από τον Πατέρα, και οι άγιοι θα είναι όμοιοι με τον Ύψιστο. Από πού γίνεται φανερό αυτό; Άκουσε ότι αυτό το λέει ο ίδιος ο Σωτήρας: «Τότε οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως ο ήλιος».4 Αλλά ποιόν άλλο καιρό ή ποιόν ήλιο λέει οπωσδήποτε εκτός απ’ αυτόν που έχουμε πει, εκτός δηλαδή από τον εαυτό του, που μόνο αυτός ονομάζεται ο ήλιος της δικαιοσύνης5 και που μόνο αυτός ανατέλλει και λάμπει μέσα στους δικαίους; Και το διακηρύττει αυτό καθαρότερα ο επιστήθιος και αγαπημένος μαθητής του Χριστού, λέγοντας: «Αδελφοί, τώρα είμαστε τέκνα του Θεού, αλλά ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε˙ γνωρίζουμε όμως ότι, αν φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν».6 Και ο Παύλος λέει: «Τώρα γνωρίζω κατά ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω πλήρως, όπως και εγώ γνωρίζομαι πλήρως από τον Θεό».7
Αν λοιπόν οι άγιοι θα είναι όμοιοι με τον Θεό, και αν θα γνωρίσουν τόσο πολύ τον Θεό, όσο ο Θεός τους γνώρισε, και αν, όπως ο Πατέρας γνωρίζει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα, έτσι και οι άγιοι, πρέπει να βλέπουν και να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και αυτοί, που ποτέ δεν είδαν σωματικά σ’ αυτό τον κόσμο ο ένας τον άλλο, πρέπει τότε να γνωρίζονται μεταξύ τους, πως δεν κοκκινίζετε από ντροπή να λέτε και να ρωτάτε και να διδάσκετε αυτά που δεν γνωρίζετε, σαν τάχα να έχετε πια πλουτίσει στη γνώση και γι’ αυτά που είναι πέρα από τη δύναμή μας, και σαν να αναδειχθήκατε διδάσκαλοι από τον ουρανό; Διότι όπως ποτέ δεν θα έχει άγνοια ο Πατέρας για τον Υιό, ούτε ο Υιός για τον Πατέρα, κατά τον ίδιο τρόπο, ούτε οι άγιοι, αφού έγιναν θεοί κατά χάρη, με το να κατοικεί μέσα τους ο Θεός, θα έχουν ποτέ άγνοια ο ένας για τον άλλο, αλλά απεναντίας θα βλέπουν τη δόξα ο ένας του άλλου, αλλά και τη δική τους δόξα, όπως ο Υιός βλέπει τη δόξα του Πατέρα και ο Πατέρας τη δόξα του Υιού. Αλλά ποιά και τί λογής θα είναι η δόξα των αγίων; Όποια είναι η δόξα του Υιού του Θεού. Και αυτό το φανέρωσε ολοκάθαρα ο ίδιος με τον εαυτό του˙ διότι λέει: «Και εγώ τη δόξα, που μου έδωσες, την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα, όπως είμαστε εμείς ένα».8 Βλέπεις ότι η δόξα, που προαιώνια δόθηκε από τον Θεό και Πατέρα στον Υιό, δόθηκε ως δώρο από τον ίδιο τον Υιό στους αγίους, και ότι όλοι είναι ενωμένοι.
Γι’ αυτό λοιπόν εκείνοι που λένε ότι οι άγιοι δεν βλέπουν ο ένας τον άλλο και ότι δεν θα γνωρίζονται μεταξύ τους, όταν βρεθούν στη θέαση του Θεού, βαδίζουν πραγματικά μέσα στο σκότος και δεν έφθασαν στη μετοχή, ούτε στη θ θέαση, και την επίγνωση του Θεού, και λένε και διακηρύττουν αυτά που ούτε γνωρίζουν, ούτε ποτέ είδαν. Διότι κατά κάποιον τρόπο λένε ότι και τότε οι άγιοι θα έρχονται σε έκσταση, όπως και τώρα, και θα λησμονούν τους εαυτούς τους και αυτούς που είναι μαζί του, επειδή νομίζουν, όπως υποθέτω, ή, καλύτερα, εννοούν λαθεμένα τα νοήματα των θείων Γραφών, ότι δηλαδή θα υπάρχει τώρα και στο μέλλον για τους αγίους, που έζησαν από την αρχή του κόσμου, η ίδια αλλοίωση και αρπαγή. Διότι, όταν ακούσουν ότι ο τάδε άγιος, με το να βρεθεί στη θέαση του Θεού και να αρπαχθεί ως προς το νου, έμεινε τόσες και τόσες μέρες και νύχτες, χωρίς να σκεφθεί διόλου κανένα από τα γήινα, αλλά λησμόνησε μαζί με όλα τα άλλα και το ίδιο του το σώμα, και ότι έμεινε αφοσιωμένος ολόκληρος, με όλη την ψυχή και με όλες συγχρόνως τις αισθήσεις, με το να είναι εκεί, κάτι τέτοιο υποθέσουν ότι θα υπάρχει και τότε, εννοώ στη βασιλεία των ουρανών, επειδή αγνοούν εντελώς τα θεία μυστήρια του Πνεύματος και του αόρατου Θεού, τα αόρατα και ακατανόητα και άγνωστα για τους σκοτισμένους, αλλά και ότι αυτή η αρπαγή του νου δεν είναι γνώρισμα των τελείων, αλλά των αρχαρίων.
Όπως δηλαδή εκείνος, που βρίσκεται από τη γέννησή του σε σκοτεινή και ζοφερότατη φυλακή και φωτίζεται από το αδύνατο φως του λυχναριού, μόλις και με δυσκολία διακρίνει κάτι λίγο, χωρίς να γνωρίζει ότι υπάρχει από έξω ηλιακό φως, επειδή αγνοεί ολότελα τα πράγματα που είναι έξω από τη φυλακή, αγνοεί δηλαδή αυτό τον ορατό κόσμο και τα απερίγραπτα έργα και δημιουργήματα του Θεού, έτσι και αυτός που βρίσκεται ακόμη στη σκοτεινή φυλακή της αίσθησης αυτού του κόσμου και που φωτίσθηκε από ελάχιστη γνώση, μόλις και με δυσκολία αποκτά κάποια μικρή και ατελή γνώση για τα μυστήρια της πίστης μας, αγνοώντας ολότελα τα πράγματα των αιώνιων αγαθών του Θεού, και ποια είναι αυτά που πρόκειται να υποδεχθούν τους αγίους.
Και όπως εκείνος, καθώς κάθεται για πολλά χρόνια σ’ εκείνη τη σκοτεινή φυλακή, αν συμβεί να ανοιχθεί στην οροφή της φυλακής μία οπή και να δει αυτός ξαφνικά λίγο και ανάλογα με το μέγεθος της οπής, που ανοίχθηκε, το ύψος του ουρανού, που ποτέ δεν είδε, ούτε υπέθεσε ότι υπάρχει ένα τέτοιο λαμπρότατο φως, αμέσως αυτός κυριεύεται από έκπληξη, και είναι σαν εκστατικός, έχοντας για πολύ διάστημα στραμμένα τα μάτια του επάνω, και θαυμάζοντας το ξαφνικό γι’ αυτόν γεγονός, έτσι λοιπόν και αυτός που βρέθηκε ξαφνικά στη θέαση του νοητού φωτός, αμέσως, δηλαδή, μόλις ελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών και της αίσθησης, κυριεύεται από έκπληξη, και θεωρείται απ’ αυτούς που δεν βλέπουν καλά σαν εκστατικός, καθώς συγκέντρωσε όλο το νου στον εαυτό του και θαυμάζει τη θέαση και τη λαμπρότητα του φωτός που του φανερώθηκε. Και όπως πάλι, όταν εκείνος στρέφει συχνά και κάθε μέρα το βλέμμα του σ’ εκείνη την οπή, που τώρα πια πλατύνθηκε και φωτίζει ακόμη περισσότερο τον ζοφερό χώρο της φυλακής, και καθώς παραμένει για αρκετά χρόνια στο φως, η συνήθεια της όρασης του φωτός αφαιρεί λίγο λίγο την πολλή έκπληξη – όπως έγινε και σ’ εμάς στην περίπτωση του ήλιου, διότι με τη συνήθεια της όρασης τον θεωρούμε σαν κάτι ασήμαντο˙ αν δηλαδή δεν τον είχαμε δει ποτέ, αλλά εμφανιζόταν ξαφνικά σ’ εμάς τέτοιος που είναι, θα βάζαμε τις φωνές -, κατά τον ίδιο τρόπο και στη σταδιακή πρόοδο της ψυχής, που γίνεται με τη συνήθεια της όρασης του νοητού φωτός, η ψυχή απομακρύνεται από την πολλή έκπληξη, με το να διδαχθεί από εδώ ότι υπάρχει κάτι άλλο τελειότερο και ανώτερο απ’ αυτή την κατάσταση και θέαση.
Και όπως πάλι η μακρόχρονη, και από τον καιρό της γέννησής του, φυλάκιση κάνει μέχρι τώρα εκείνο τον άνθρωπο να γνωρίζει ότι βρίσκεται σε ζοφερότατη φυλακή, και υποθέτει από το λίγο εκείνο φως ότι έξω απ’ αυτή τη φυλακή υπάρχουν κάποια θαυμαστά πράγματα, τι λογής όμως είναι, δεν μπορεί να στοχασθεί ή να καταλάβει αληθινά, όταν όμως θα βγει έξω από τη φυλακή, τότε βλέπει καθαρά και ολόκληρο το φως και όλα αυτά που βρίσκονται στο φως, και όλους τους ανθρώπους συγχρόνως, έτσι να σκεφθείς και γι’ αυτόν, που μόλις απομακρύνθηκε από τις ανάγκες του σώματος και βρέθηκε ολόκληρος έξω από τον κόσμο και από τη μηδαμινότητα των ορατών πραγμάτων. Και, από τη μία, να υποθέσεις πάλι ολόκληρο αυτό τον κόσμο αλλιώς, σαν αν είναι πραγματικά μία σκοτεινότατη και αφώτιστη φυλακή, από την άλλη, να στοχασθείς ότι το φως του ήλιου είναι φως λυχναριού, και ότι έξω απ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει το ανέκφραστο, το απερίγραπτο, το απλησίαστο, το τρισυπόστατο φως που είναι επάνω από τη σκέψη και επάνω από το λόγο και επάνω από κάθε φως, αυτά μάλιστα που υπάρχει σ’ εκείνο το φως ότι είναι αόρατα και άγνωστα, ανέκφραστα και ανεξήγητα, για όλους αυτούς που βρέθηκαν σ’ αυτή τη φυλακή, αν και νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν να τα σκεφθούν και να τα δουν δια μέσου των Γραφών˙ διότι οι περισσότεροι ούτε καν γνωρίζουν ότι υπάρχει κάτι πέρα απ’ αυτά.
Την ώρα λοιπόν που με κάθε προθυμία, με κάθε πίστη, με κάθε πόθο, θα ζητήσουμε όχι το να δούμε το φως, που είναι έξω απ’ αυτή τη φυλακή, ούτε τα πράγματα που βρίσκονται σ’ εκείνο το φως και σ’ εκείνο τον κόσμο – διότι κανείς απ’ αυτούς που ζητούν αυτά δεν αξιώθηκε να τα δει, ούτε θα αξιωθεί ποτέ διόλου να τα αντικρύσει -, αλλά πρώτα το να φυλάξουμε τις εντολές του Θεού, το να μετανοούμε, το να πενθούμε, το να ταπεινοφρονούμε, και τα άλλα που είπαμε προηγουμένως, τότε ακριβώς και ανοίγεται για μας σαν κάποια μικρή οπή, σ’ αυτή την ορατή οροφή του ουρανού, και παρουσιάζεται άυλο και νοητό το φως που υπάρχει επάνω από τον ουρανό. Και η ψυχή, όταν δει αυτό το φως, γίνεται ολόκληρη εντελώς εκστατική, γίνεται ολόκληρη έκπληκτη, βλέποντας θαύμα καινούργιο, θαύμα παράξενο, και θαύμα που ποτέ ως τότε δεν αντίκρυσε. Σ’ αυτό το θαύμα και παραμένει η ψυχή σαν να αρπάζεται στον ουρανό και να αναγκάζεται να είναι εκεί και να κατανοεί την ακατανόητη φύση του, και μάλιστα καθώς βλέπει αυτό το φως μέρα και νύχτα, και διδάσκεται από εκεί κάθε μέρα ότι αυτό το φως είναι άδυτο, ότι είναι άπειρο και ανέκφραστο. Γι’ αυτό και δεν θέλει διόλου να επιστρέψει σ’ αυτή τη φυλακή και να βλέπει πάλι όσα υπάρχουν σ’ αυτή.
Αυτό λοιπόν να γνωρίζεις ότι είναι η αρχή των αρχαρίων στην ευσέβεια και εκείνων που μόλις τώρα αποδύθηκαν στους αγώνες της αρετής. Όταν λοιπόν κάποιος μείνει πολύ καιρό χωρίς επιστροφή σ’ εκείνη τη θέαση, με τρόπο που δεν γνωρίζει, ανοίγεται γι’ αυτόν από εκείνο το φως – ο ουρανός; Δεν γνωρίζω˙ τα μάτια της καρδιά του; Δεν γνωρίζω˙ τα μάτια της καρδιάς περισσότερο παρά ο ουρανός; Δεν γνωρίζω να πω -, και μπαίνει μέσα στον οίκο της ψυχής του, εννοώ μέσα σ’ αυτό το κατοικητήριο, εκείνο το φως, το θαυμαστό και υπέρλαμπρο, φωτίζοντάς τον με ανάλογο τρόπο, όσο δηλαδή χωρεί η ανθρώπινη φύση. Έτσι όμως, αν μείνει πάλι κάποιος πολύ καιρό, θεωρεί αυτό το φως με το πέραμα του χρόνου σαν συνηθισμένο, αλλά και σαν να είναι πάντοτε μαζί μ’ αυτό˙ καθώς μάλιστα φωτίζεται κάθε ώρα απ’ αυτό, για να εκφρασθώ έτσι, με το να βλέπει και να νοεί και να μυείται στα θεία πράγματα, διδάσκεται θαυμαστά επάνω στα θαυμαστά, και μυστήρια επάνω στα μυστήρια, και αποκαλύψεις επάνω στις αποκαλύψεις˙ αυτά, και αν ακόμη θελήσει αυτός να τα γράψει, δεν θα του είναι αρκετό ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, αλλά θα λείψει, νομίζω, απ’ αυτόν και ο χρόνος, για να τα διηγηθεί αυτά με λεπτομέρεια. Καλύτερα, μάλιστα, να ρωτήσω, πώς λοιπόν θα μπορέσει να γράψει κάποιος εκείνα που δεν μπορούν να ειπωθούν, επειδή είναι εντελώς ανέκφραστα και ανείπωτα; Γι’ αυτό και βρίσκεται αυτός τότε σαν μέσα στο φως, ή, καλύτερα, βρίσκεται μαζί με το φως, και δεν είναι σαν σε έκσταση, αλλά απεναντίας και τον εαυτό του και όσα αφορούν στον εαυτό του διακρίνει, και τους πλησίον βλέπει, σε ποια κατάσταση βρίσκονται, αλλά και προλέγει και προγνωρίζει ότι, αν βρεθεί έξω απ’ αυτή τη φυλακή, και μάλιστα μετά την ανάσταση, και δει εκείνο το αβάσταχτο φως, πόσο μεγάλο είναι, και τα αγαθά που υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το φως, αυτά «που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε, που ο Θεός ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπούν»,9 θα αποκαλυφθούν σ’ αυτόν λαμπρότερα, δια μέσου του φωτός, που υπάρχει τώρα μέσα του, από το οποίο και φωτίζεται˙ διότι τότε δεν θα στερούμαστε από το να γνωρίζουμε ή να βλέπουμε, αλλά όπως ο λόγος απέδειξε πιο επάνω, θα είναι μάλλον, σύμφωνα με τη λαμπρότητα και τη θέαση του φωτός, ανάλογη και η γνώση και η θέαση του Θεού και η αναγνώριση και η γνώση μεταξύ μας περισσότερη και καθαρότερη μέσα σε ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση στους αιώνες των αιώνων. Και αυτό απέδειξαν με τα έργα τους και στην Παλαιά Διαθήκη οι προφήτες και στην Καινή Διαθήκη πολλοί από τους αγίους, με το να αποκαλέσουν με το όνομά τους αυτούς που ποτέ δεν είδαν, αλλά βέβαια και αναγνώρισαν αυτούς που δεν γνώριζαν.
Αυτοί λοιπόν που λένε ότι οι άγιοι δεν αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ούτε βλέπουν ο ένας τον άλλο, αφού πεισθούν απ’ αυτά που ειπώθηκαν να μη ζητούν να μάθουν για πράγματα ακατανόητα, ας προσέχουν μάλλον, αν θέλουν να με ακούσουν, τους εαυτούς τους, και ας μη σταματήσουν να εξετάζουν τους εαυτούς τους. Όσοι όμως αγνοείτε όλα αυτά, που ειπώθηκαν, και δεν φθάσατε σε αίσθηση και σε γνώση και εμπειρία θείου φωτισμού και θέασης, πώς δεν τρομάζετε να γράφετε ή να μιλάτε οπωσδήποτε για τέτοια πράγματα; Διότι, αν πρέπει να απολογηθούμε για κάθε αργό λόγο,10 πόσο περισσότερο θα ελεγχθούμε γι’ αυτά, και θα τιμωρηθούμε για αργολογία. Διότι αργός λόγος δεν είναι μόνο ο ανώφελος, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, αλλά είναι ο λόγος που λέγεται από μας πριν από την εκτέλεση και την πρακτική γνώση. Διότι, όταν δεν καταφρονήσω και δεν σιχαθώ από τα βάθη της ψυχής μου την επίγεια δόξα, επειδή βλάπτει την ψυχή και με αποστερεί από την ουράνια δόξα, αλλά διδάσκω γι’ αυτή τους άλλους και τους παραγγέλλω να την αποφεύγουν, τότε δεν θα είναι αργός και άπρακτος και άδειος ο λόγος μου, και δεν θα καταδικασθώ σαν ψεύτης; Και όταν πάλι δεν αποκτήσω αισθητά και συνειδητά τη χάρη του Πνεύματος, και δεν γίνω μ’ αυτή διδαγμένος από τον Θεό,11 και δεν λάβω από τον ουρανό λόγο σοφία και γνώσης, αλλά εφορμώ μάλιστα να ερμηνεύω με αναίδεια τα λόγια των θεόπνευστων Γραφών και αποδίδω στον εαυτό μου την ιδιότητα του διδασκάλου, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό μόνο την ψεύτικη γνώση, ο Θεός θα αφήσει άραγε αυτά ανεξέταστα και δεν θα ζητήσει από μένα απολογία γι’ αυτό το πράγμα; Όχι βέβαια!
Αν όμως θέλεις, διδάξου για τα ουράνια και τα θεία από τα γήινα και τα ανθρώπινα. Ποιός από τους ανθρώπους, πες μου, και αν ακόμη θαυμάζεται επάνω από όλους για τη σοφία και τη γνώση και την επιστήμη των νόμων, και αν ακόμη είναι γεμάτος από κάθε δικαιοσύνη και ευσέβεια, τολμά να καθίσει μαζί με τους δικαστές σαν δικαστής και να ονομάσει τον εαυτό του δικαστή και να νομοθετήσει για άλλους; Αν όμως θα το κάνει και αυτό, δεν θα ατιμαστεί από το βασιλιά και δεν θα τιμωρηθεί από την αυστηρότητα των νόμων; Απορώ για την αναίδεια! Κανείς δεν τολμά να καταφρονήσει τον επίγειο βασιλιά και να αρπάξει την τιμή ή το αξίωμά του και να το δώσει στον εαυτό του, και εσύ καταφρονείς τον επουράνιο βασιλιά σαν έναν τιποτένιο και αποτολμάς να αναλάβεις τα αποστολικά αξιώματα χωρίς τη συγκατάθεση και τη θέληση εκείνου; Και ενώ είσαι ολότελα έτσι, νομίζεις ότι ο Δεσπότης θα το αφήσει αυτό ανεξέταστο; Με κανένα τρόπο!
Αλλά, Κύριε, δώσε μας τη χάρη να σε γνωρίσουμε, και να σε φοβόμαστε όπως αξίζει, και να μένουμε σταθεροί στα άγια θελήματά σου.
Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, σταματήστε αυτές τις συζητήσεις, και φροντίστε με μετάνοια και δάκρυα και ταπείνωση, αλλά ακόμη και με την εκτέλε4ση όλων των άλλων εντολών, να καθαρίσετε τις ψυχές σας από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος,12 ώστε να απολαύσετε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, μέσα στην αποκάλυψη και στην αίσθηση και στη θέαση, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο ανήκει δόξα, εξουσία, τιμή και προσκύνηση στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ιω. 17, 21
2. Πρβ. Ιω. 10, 15
3. Ματθ. 5, 19. 25, 41 και 45
4. Ματθ. 13, 43
5. Μαλ. 4, 2
6. Α’ Ιω. 3, 2
7. Α’ Κορ. 13, 12
8. Ιω. 17, 22
9. Α’ Κορ. 2, 9
10. Πρβ. Ματθ. 12, 36
11. Πρβ. Ιω. 6, 45
12. Β’ Κορ. 7, 1
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Α’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Β’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Γ’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Δ’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Ε’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (ΣΤ’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Ζ’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Η’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Φυσιολογία για τη δημιουργία και την προοπτική του κόσμου (Θ’) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.