Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Η’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Η επιστολή αυτή αποτελεί μνημείο γενναιότητας και ανδρείας, εκκλησιαστικού ήθους και προσφοράς του αοίδιμου ιεράρχη. Για μια ακόμη φορά ο άγιος μιλάει τη γλώσσα της πίστεως και των μαρτύρων της εκκλησίας. Ο Χρυσόστομος «μιμούμενος τον επί ξύλου τανυσθέντα»1 ζητά «Σταυρόν, αλλά σταυρόν μέγαν», πάνω στον οποίο επιθυμούσε να καθηλωθεί υπέρ «της λατρευτής πατρίδος». Ο αναγνώστης υποκλίνεται στο μεγαλείο της ψυχής και το αγωνιστικό φρόνημα του δυναμικού ιεράρχη, το οποίο φτάνει μέχρι το εκούσιο μαρτύριο. Ο Μητροπολίτης Δράμας υπενθυμίζει τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».2 Ασφαλώς οι χριστιανοί «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ’ 14), ωστόσο, δεν παραβλέπουν το γεγονός ότι η επίγεια πατρίδα είναι από Θεού δώρο, που εικονίζει και παραπέμπει στην ουράνια «ποθεινήν πατρίδα».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η ιδέα να μετατεθεί ο Χρυσόστομος στη μητρόπολη Αμασείας ήταν πολύ τιμητική και επίζηλη, καθώς επρόκειτο για μια από τις προβεβλημένες γεροντικές μητροπόλεις του οικουμενικού θρόνου, την οποία είχαν διαποιμάνει πολλοί πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως στο παρελθόν. Ο Ιεράρχης όμως αρνείται να μετακινηθεί σε οποιαδήποτε ήσυχη επαρχία της Ανατολής, αναδεικνύοντας το απαράμιλλο ήθος του για την εκκλησία και το γένος.
Απευθυνόμενος στον Αρμάνδο Ποττέν, ο οποίος την περίοδο εκείνη διηύθυνε την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, του ζητά να παρέμβει και να ματαιώσει τα σχέδια για τη μετακίνησή του σε κάποια μητρόπολη της μικρασιατικής ενδοχώρας. Αντίθετα, τον καλεί να εργασθεί προκειμένου η μετάθεσή του να γίνει στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης, ώστε να αγωνισθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή του πυρός, προσθέτοντας το μνημειώδες: «και εν η περιπτώσει ήθελον πέσει να πέσω ως αετός και ουχί να αποθάνω αδρανών εις τινά ορνιθώνα της Ανατολής».3
Επιπλέον, στο κείμενο της επιστολής ο Χρυσόστομος αποκαλύπτει ότι η παύση του ως Μητροπολίτη και η οριστική απομάκρυνσή του από τη Δράμα είχαν μεθοδευτεί από τους Άγγλους και Γάλλους αξιωματικούς της διεθνούς χωροφυλακής. Οι Βρετανοί κυρίως αξιωματικοί, που είχαν την εποπτεία της επαρχίας Δράμας, είχαν εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία σπίλωσης του ιεράρχη, τον οποίον κατηγορούσαν για ανατρεπτικές δραστηριότητες και, ταυτόχρονα, πίεζαν τις οθωμανικές αρχές να λάβουν μέτρα εναντίον του. Την ίδια αξίωση φαίνεται να είχαν και οι Γάλλοι αξιωματικοί που επιτηρούσαν την επαρχία Ζιχνών. Όταν το πατριαρχείο ζήτησε επίμονα από την αγγλική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη να παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία για την ενοχή του μητροπολίτη Δράμας, ο Βρετανός πρέσβης Νίκολας Ο’ Κόνορ δεν ήταν σε θέση να το πράξει.

Αποκλεισμένος ο Χρυσόστομος από κάθε δραστηριότητα στην πόλη και την επαρχία Δράμας, συνέταξε τον Ιούλιο του 1907 μακροσκελή επιστολή προς τον πρωθιεράρχη της Αγγλικανικής εκκλησίας4. Αφορμή για την επιστολή αυτή στάθηκε η επέτειος των δέκα χρόνων από τη συγκροτηθείσα τον Ιούλιο του 1897 στο Λάμπεθ της Μεγάλης Βρετανίας σύνοδο των επισκόπων, η οποία είχε εξετάσει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα ένωσης των εκκλησιών και ιδιαίτερα της ένωσης των Αγγλικανών με την ορθόδοξη Εκκλησία.
Στο κείμενο της επιστολής ο ιεράρχης, χωρίς να υπεισέρχεται σε επιμέρους δογματικές διαφορές, υπενθύμιζε στον αρχιεπίσκοπο Κανταουρίας τις αποφάσεις του εν λόγω συνεδρίου, οι οποίες κινούνταν στην κατεύθυνση της ανάπτυξης στενότερων σχέσεων μεταξύ των εκπροσώπων της ορθόδοξης εκκλησίας και των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Συγκεκριμένα, συστάθηκαν τότε στην Κωνσταντινούπολη και τη Μεγάλη Βρετανία μεικτές επιτροπές ορθόδοξων και Αγγλικανών κληρικών, με σκοπό τη μελέτη των επί μέρους διαφορών και τη συμβολή στην καλλιέργεια κλίματος αγάπης και ειλικρινούς επικοινωνίας. Επιπλέον, καθιερώθηκαν ειδικές ευχές υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών, σύμφωνα με την παραγγελία και προτροπή του Κυρίου στην αρχιερατική Του προσευχή «ίνα πάντες εν ώσιν». Ο άγιος μνημόνευε τη συμβολή του στο έργο της προσέγγισης των Αγγλικανών με την ορθόδοξη εκκλησία από τη θέση του προέδρου της επιτροπής του οικουμενικού πατριαρχείου και, ταυτόχρονα, εξέφραζε την απογοήτευσή του που η προσπάθεια αυτή δεν είχε άξιους συνεχιστές για την επίτευξη της ενότητας εν Πνεύματι Αγίω.
Παράλληλα, η επιστολή αυτή έδωσε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο να εκθέσει στην Αγγλία και, μέσω αυτής, στη διεθνή κοινότητα την αγωνία και τον πόνο του για τα δεινά των ορθοδόξων, τα δίκαια και τους αγώνες του Ελληνισμού για εθνική και πνευματική επιβίωση στη Μακεδονία. Ο ιεράρχης παρουσίαζε την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, περιγράφοντας με βαθιά θλίψη τους αλληλοσπαραγμούς και τις διώξεις των ομοδόξων στη μακεδονική γη, ενώ πρόσθετε πως ουδέποτε μέχρι τότε δεν ήταν τόσο επιτακτική η ανάγκη της ειρήνης και της ενότητας μεταξύ των χριστιανικών λαών της Ευρώπης.
Επιπλέον, ο Χρυσόστομος, ως μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, ανέφερε στον αγγλικανό πρωθιεράρχη με υπερηφάνεια ότι ήταν επίσκοπος και ποιμένας της πρώτης εν Ευρώπη εκκλησίας, της εκκλησίας των Φιλίππων. Εκεί, όπου ο απόστολος των εθνών Παύλος κήρυξε το ευαγγέλιο για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος και στην οποία αργότερα απέστειλε την προς Φιλιππισίους επιστολή του, όντας εγκάθειρκτος στις φυλακές της Ρώμης. Ο άγιος τόνιζε ακόμα πως ήταν επίσκοπος στον τόπο όπου συναντήθηκε ο Χριστιανισμός με τον ελληνισμό, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα ιστορία του δυτικού κόσμου.
Τέλος, στόχος του ιεράρχη ήταν να προκαλέσει το ενδιαφέρον της Αγγλικανικής εκκλησίας και να ευαισθητοποιήσει τα ευρωπαϊκά κράτη, ώστε, στο όνομα «της ενότητας του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» και αξιοποιώντας τη δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας, να μπει ένας φραγμός στην «αλληλοκτονία αλληλοσπαρασσομένων αδελφών», Ελλήνων και Βουλγάρων, «τέκνων μιας κοινής Μητρός», της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας.

Ο Ιούλιος του 1907 σημαδεύτηκε από νέα εγκλήματα του βουλγαρικού κομιτάτου στην ανατολική Μακεδονία. Από τις 10 έως τις 15 Ιουλίου συμμορίες κομιτατζήδων πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις εναντίον ελληνικών κοινοτήτων της επαρχίας Ζιχνών σκορπώντας τον θάνατο και τη δυστυχία στην περιοχή. Ο Χρυσόστομος, παρά τον αποκλεισμό του από κάθε δραστηριότητα και την απαγόρευση εξόδου από την έδρα της Μητροπόλεως, φρόντιζε να μαθαίνει για τα συμβαίνοντα και στη συνέχεια, με εκθέσεις του, ενημέρωνε το πατριαρχείο. Στο πλαίσιο αυτό, με αφορμή τα ειδεχθή κακουργήματα που διαπράχθηκαν τον Ιούλιο του 1907, ο άγιος απέστειλε στον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ επιστολή, στην οποία περιέγραφε τις βουλγαρικές θηριωδίες εις βάρος των ορθοδόξων Ελλήνων της μητροπολιτικής του περιφέρειας.5
Εάν η ιστορία γράφεται μέσα από τις πηγές, τότε κείμενα όπως αυτό φωτίζουν με ένα μοναδικό τρόπο τα γεγονότα της τραγικής εκείνης περιόδου στη Μακεδονία. Ο Χρυσόστομος, με το χάρισμα του γραπτού του λόγου, κατέλιπε στις νεότερες γενιές έναν πλούτο πρωτογενών πηγών, οι οποίες προσφέρουν ιδιαίτερα χρήσιμες πληροφορίες για τη μελέτη και κατανόηση των υπό εξέταση ιστορικών γεγονότων. Από την ογκωδέστατη αλληλογραφία του, η οποία αποτελείται από επιστολές, εκθέσεις και λόγους του, ο διαπρεπής ιεράρχης του οικουμενικού θρόνου αναδεικνύεται ως ένας πολύτιμος ιστοριογράφος της περιόδου τόσο στην επαρχία Δράμας όσο και στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην ανωτέρω επιστολή, ο άγιος περιγράφει τα φρικτά ανοσιουργήματα των Βουλγάρων «δια την ιστορίαν, και μόνον δια την ιστορίαν». Αποκλεισμένος ο Χρυσόστομος στην επισκοπική κατοικία του και μη έχοντας καμία ελπίδα για επιπλέον βοήθεια και προστασία του ελληνορθόδοξου λαού, συνομιλεί με την ιστορία η οποία «αδέκαστος μίαν ημέραν θα κρίνη και θ’ αποδώση δικαιοσύνην». Πράγματι, τα προφητικά λόγια του ιεράρχη επιβεβαιώθηκαν, καθώς οι αγώνες τόσο του ιδίου όσο και τόσων χιλιάδων ηρώων και μαρτύρων, οι οποίοι πότισαν τη μακεδονική γη με ποταμούς αιμάτων και δακρύων, πέτυχα τον σκοπό τους και απέδωσαν την ελληνική Μακεδονία στο ημέτερος Γένος.

Το καλοκαίρι του 1907 υπήρξε περίοδος μεγάλης αγωνίας, για τον Χρυσόστομο. Ο άγιος είχε παυθεί από την ενεργό διακονία, δίχως να του αναγνωρίζεται καμία επίσημη ιδιότητα και χωρίς να μπορεί να επιτελέσει τα καθήκοντά του. Από την άλλη, το πατριαρχείο κρατούσε στάση αναμονής στο ζήτημα του μητροπολίτη Δράμας. Στους κόλπους της ιεραρχίας άρχισε να αναπτύσσεται η άποψη πως το Φανάρι δεν θα έπρεπε να ενδώσει στις πιέσεις της υψηλής πύλης για την ανάκληση του Χρυσοστόμου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί κάτι εναντίον του.
Να σημειωθεί ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχαν ανακληθεί οι περισσότεροι ιεράρχες της Μακεδονίας που είχαν εμπλακεί στην ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, όπως οι Γρεβενών Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης (1905),6 Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος (1906)7, Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς (1907)8 και Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης (1907)9, γεγονός που προβλημάτιζε το πατριαρχείο για το αν έπρεπε να συμμορφωθεί και αυτή τη φορά με τις αξιώσεις της υψηλής πύλης, καθώς με αυτόν τον τρόπο διακυβεύονταν τα προνόμια περί αυτοδιοίκητου στους κόλπους της Μεγάλης Εκκλησίας.
Μετά την παύση του Χρυσοστόμου από τις τουρκικές αρχές, ο Ιωακείμ Γ’ ζήτησε κατ’ επανάληψη από τον μητροπολίτη να εγκαταλείψει τη Δράμα, έστω προσωρινά, είτε προφασιζόμενος λόγους υγείας μεταβαίνοντας στα λουτρά της Προύσας, είτε αποσυρόμενος στο νησί της Χάλκης, όπου έμενε ο γέροντάς του, πρώην οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’. Ο ιεράρχης σε κάθε τέτοια προτροπή απαντούσε αρνητικά, λέγοντας «ότι χάριτι θεία απολαμβάνει εντελεστάτης υγείας και ότι μόνον δια της λόγχης θα δυνηθούν να τον αποσπάσουν εκ του πεφιλημένου ποιμνίου του!».10
Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα στις 26 Ιουλίου 1907 προτάθηκε στον μητροπολίτη Δράμας η θέση του Πατριαρχικού εξάρχου στη Σμύρνη.11 Αφορμή για την πρόταση αυτή στάθηκε το έλλειμα εκκλησιαστικής διοίκησης εκ μέρους του πολιού και σεβάσμιου ιεράρχη της φημισμένης πόλης της Μικράς Ασίας. Ο μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος Αστερίου, ασθενής και προβεβηκώς τη ηλικία, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια της μακράς αρχιερατικής του διακονίας στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ποιμαντικές ευθύνες του πολυάριθμου ελληνορθόδοξου ποιμνίου του. Ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αρχιδιάκονος στην παρακείμενη Μητρόπολη Εφέσου τα έτη 1893-1897 και γνώριζε αρκετά καλά τα προβλήματα της περιοχής, κρίθηκε ο πιο κατάλληλος για να αναλάβει πατριαρχικός Έξαρχος στη Σμύρνη, μέχρι την τελική διευθέτηση του μητροπολιτικού ζητήματος.
Ωστόσο, ο Χρυσόστομος δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για τη μετακίνησή του στη Σμύρνη, καθώς πίστευε ότι πίσω από αυτήν την τιμητική πρόταση υπήρχε η σκοπιμότητα να απομακρυνθεί από τη Μακεδονία, χωρίς να είναι βέβαιο πόσο καιρό και με ποια ιδιότητα θα παρέμενε στην πόλη της Ιωνίας. Κατά συνέπεια, την περίοδο αυτή ο ιεράρχης, παρά τις δυσκολίες και την πολεμική εναντίον του, επιθυμούσε να συνεχίσει τη διακονία του στα μακεδονικά εδάφη, προσφέροντας ακόμη και τη ζωή του στους αγώνες του Ελληνισμού και της Εκκλησίας.
Στο ζήτημα αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια επιστολή του Χρυσοστόμου προς τον μητροπολίτη Ξάνθης Ιωακείμ,12 στην οποία αποκαλεί τις επαρχίες της Σμύρνης και της Μυτιλήνης επίγειους παραδείσους. «Να με σταυρώσωσιν επί του βαρέος και σκληρού σταυρού, όστις Αδριανούπολις καλείται… Σμύρνην δε και Μυτιλήνην και άλλους τοιούτους επιγείους παραδείσους δεν εποφθαλμιώ».13 Στο κείμενο της εν λόγω επιστολής εντύπωση προκαλεί από τη μια η επιθυμία του Χρυσοστόμου να παραμείνει στη φλεγόμενη Μακεδονία και από την άλλη η άρνησή του να μετακινηθεί στην ένδοξη, αλλά γαλήνια μέχρι τότε, Σμύρνη.
Σε λίγα χρόνια τα δεδομένα θα άλλαζαν δραματικά. Το 1907 τόσο ο μητροπολίτης Δράμας όσο και κανείς άλλος δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο επίγειος παράδεισος της Σμύρνης, στον οποίο ο Χρυσόστομος δεν επιθυμούσε να μεταβεί λόγω της ησυχίας και της ομαλότητας, θα μεταβαλλόταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα σε πραγματική κόλαση που θα κατέστρεφε τον Μικρασιατικό Ελληνισμό και θα θανάτωνε με τον πιο φρικτό τρόπο τον μαρτυρικό ιεράρχη της Ιωνίας.

Υποσημειώσεις.
1. Βλ. Μηναίον του Οκτωβρίου ΚΣΤ’, «Ιδιόμελον εις την Λιτήν», έκδοσις της αποστολικής διακονίας της εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1980.
2. Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, «Εις τους Ανδριάντας ομιλίαι ΚΑ’», PG 49,35
3. Λοβέρδος, ό. π., σσ’. 97-98
4. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 176-182
5. Παναγιώτατε Δέσποτα,
Οι δάκτυλοί μας επληγώθησαν και αυτοί, και ο κάλαμός μας βαρέως σύρεται προς αναγραφήν των προσφάτων Βουλγαρικών θηριωδιών, ας στενάζοντες ρίπτομεν εις την δημοσιότητα όχι δια τους συγχρόνους ισχυρούς της γης, οίτινες ουδόλως συγκινούνται δια τα δεινοπαθήματα των εγκαταλελειμμένων απροστατεύτων τέκνων μας, αλλά μόνον δια την ιστορίαν, ήτις αδέκαστος μίαν ημέραν θα κρίνη και θ’ αποδώση δικαιοσύνην τοις πάντοθεν σήμερον αδικουμένοις και πολεμουμένοις και απερριμμένοις ημίν. Ακριβώς δε δια την ιστορίαν, και μόνον δια την ιστορίαν, αναγράφων και τα επ’ εσχάτων παρά των Βουλγάρων εν τη επαρχία μου κακουργηθέντα, διότι πικρά μακρά πείρα μ’ εδίδαξεν ότι αιρετώτερον ήθελον είναι και δι’ εμέ και δια τους κακοδαίμονας Χριστιανούς μου, αν σιωπών κατέπνιγον εις τα στήθη τους στεναγμούς μου και μη εθεάτριζον δια της δημοσιότητος την υπερήφανον δυστυχίαν και τα πικρά δάκρυα των τέκνων μου, δεν περιμένω ν’ ακούσω και πάλιν συμπαθή τινά και παρήγορον φωνήν και να ίδω πόθεν ακτίνα φωτός καταυγάζουσαν τα σκοτεινά νέφη, άτινα πανταχόθεν μας κατακαλύπτουσιν.
Ως φαίνεται ο μην Ιούλιος ο δια τοσούτων αναισχύντων κακουργημάτων κατά το παρελθόν έτος 1906 σημειωθείς, διότι κατά τον μήνα ακριβώς τούτον έλαβον χώραν όλαι αι ιταμαί προκλήσεις και αι δυναμιτιστικαί απόπειραι, και έκτοτε κατορχείται εν τω ανατολικώ της Μακεδονίας τμήματι πάσα των κακών η Ερινύς, καθ’ ην εναμίλλως εντίπιοι και ξενικαί αρχαί εφιλοτιμούντο τις ασφαλέστερον να καλύπτη τους αληθείς ενόχους και δημίους, οίοι ήσαν οι Βούλγαροι, και τις αγριώτερον να εφορμά κατά των αθώων θυμάτων, οίοι ενέκαθεν υπήρξαν οι ορθόδοξοι Έλληνες, ο μην λέγω ο Ιούλιος εξάπτων σφοδρότερον τα κακούργα των αιμοβόρων συμμοριτών Βουλγάρων ένστικτα είνε ειμαρμένον να σημειωθή και εφέτος δια πληθώρας Βουλγαρικών ανοσιουργημάτων.
Την 10ην του μηνός, ώραν 3ην της νυκτός, πολυάριθμος Βουλγαρική συμμορία εισβαλούσα εις το Ελληνικόν χωρίον Μανδήλιον του Καζά Ζίχνης έθηκε πυρ εις την οικίαν του γέροντος, πτωχού Θωμά Κωνσταντίνου, και εντός του˙ τους δε απατηθέντας χωρικούς και δραμόντας προς κατάσβεσιν του πυρός, κατωχυρωμένοι όπισθεν βράχων οι συμμορίται εφόνευον. Ούτως εφονεύθη ο Απόστολος Δέλιος, και θανασίμως επληγώθησαν και μετηνέχθησαν εις το νοσοκομείον Σερρών οι χωρικοί Άγγελος Μάρκου, Ευθύμιος Γεωργίου, Αγγελική Κωνσταντίνου και ο οθωμανός Χότζας Γιουσούφ Εφένδης. Την 14ην του αυτού μηνός Βουλγαρική συμμορία συνέλαβε και πάλιν νύκτωρ δύο ορθοδόξους Έλληνας έξωθεν του χωρίου Σελινού της Ζίχνης, Σταύρον και Αντώνιον ονόματι, ους και κατακρεουργώσι κυριολεκτικώς. Την 15ην εις δεινά βασανιστήρια υποβαλόντες τον εκ Σελινού πάλιν Νικόλαον Γεωργίου, νέον πλήρη χρηστών ελπίδων, εξέδαραν είτα αυτόν, εξώρυξαν τους οφθαλμούς του και έκοψαν την γλώσσάν του, και μαρτυρικώ τοιούτω θανάτω ετελειώθη ο δυστυχής.
Εκ των επαλλήλων τοιούτων Βουλγαρικών ωμοτήτων και κακουργιών ολόκληρος ο ορθόδοξος πληθυσμός είνε σφόδρα συγκεκινημένος και ηρεθισμένος˙ άλλ’ έστι δίκης οφθαλμός, ος ορά τα πάντα, όσα άνθρωποι εθελοτυφλούντες ζητούσιν εξ υπολογισμών ιδιοτελών να καλύπτωσιν. Ημείς εις αυτόν τον αδέκαστον της δίκης οφθαλμόν και εις την τιμωρόν εκδίκησιν του Θεού, όστις είπεν «εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω», πλήρεις ισχυρών πεποιθήσεων επαφιέμεθα και επαναπαυόμεθα, και προς ενίσχυσιν πάντων ημών και παρηγορίαν εξαιτούμεθα τας θεοπειθείς της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος ευχάς.
Εν Δράμα τη 22 Ιουλίου 1907
Ελάχιστος εν Χριστώ αδεφλός
+ο Δράμας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Βλ. το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 163-164. – Πρβλ. ΕΑ ΚΖ (1907) 471. (Η Κατάτμηση της ανωτέρω επιστολής σε παραγράφους έγινε από τον γράφοντα για την πιο εύκολη ανάγνωσή της).
6. ΕΑ ΚΕ (1905) 526 & ΕΑ ΚΣΤ (1906) 515
7. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 822-289, 358-359
8. ΕΑ ΚΖ (1907) 55, 258
9. ΕΑ ΚΖ (1907) 55, 355
10. + Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ό. π., σ. 69
11. Το αρχίον, τ. Α’, σ’. 353 & Αμάλθεια, αριθμ. 8759/26(8). 7.1907
12. Ο από Νικοπόλεως και Πρεβέζης (1890 – 1891) και Ξάνθης (1891- 1910) Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1910- 1912) Ιωακείμ Σγουρός.
13. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 330

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Ε’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος ΣΤ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Ζ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.